- προδιαπονούμαι
- -έομαι, Α(για σκύλους) εξασκούμαι, προπονούμαι καλά προηγουμένως («προδιαπονηθεῑσαι δὲ αἱ κύνες, εἶτα ἀναπαυσάμεναι», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαπονοῦμαι «γυμνάζομαι, εξασκούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.